- φιλόψυχρος
- φιλόψυχροςloving the coldmasc/fem nom sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
φιλόψυχρος — ον, Α (συν. για φυτά) αυτός που αγαπά το ψύχος, που ευδοκιμεί στο ψύχος («δένδρα φιλόψυχρα», Θεόφρ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < φιλ(ο) * + ψυχρός (πρβλ. ὑπέρ ψυχρος)] … Dictionary of Greek
φιλόψυχρος — η, ο αυτός που αγαπάει το ψύχος, που ευδοκιμεί σε χαμηλή θερμοκρασία: Φιλόψυχρα δέντρα … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
φιλόψυχρον — φιλόψυχρος loving the cold masc/fem acc sg φιλόψυχρος loving the cold neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
φιλοψυχρότατος — φιλόψυχρος loving the cold masc nom superl sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
φιλόψυχρα — φιλόψυχρος loving the cold neut nom/voc/acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)